Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπυρσοκρότηση η [ekpirsokrótisi] Ο33 : ο κρότος που παράγεται κατά την ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης, η ανάφλεξη με κρότο, συνήθ. για πυροβόλο όπλο, όταν τίθεται σε λειτουργία: Σκοτώθηκε από τυχαία ~ του όπλου του.
[λόγ. εκπυρσοκροτη- (εκπυρσοκροτώ) -σις > -ση]