Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπυρσοκροτώ [ekpirsokrotó] Ρ10.9α : (για εκρηκτική ύλη) παράγω κρότο κατά την ανάφλεξη, αναφλέγομαι παράγοντας κρότο: H πυρίτιδα, ανάλογα με την αιτία της ανάφλεξής της, εκπυρσοκροτεί ή εκρήγνυται. || συνήθ. για πυροβόλο όπλο που τίθεται σε λειτουργία: Πάτησε τη σκανδάλη αλλά το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε.
[λόγ. εκ- πυρσ(ός) -ο- + κροτώ]