Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπορθητής ο [ekporθitís] Ο7 : αυτός που εκπόρθησε οχυρωμένο τόπο· (πρβ. πορθητής): Kανείς δε γλίτωσε από την εκδικητική μανία των εκπορθητών.
[λόγ. εκπορθη- (εκπορθώ) -τής]