Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπορευτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκπορευτός, επίθ.
  • (Προκ. για το Άγιο Πνεύμα) που εκπορεύεται:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 15r).

[<εκπορεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες