Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπολιτιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπολιτιστικός -ή -ό [ekpolitistikós] Ε1 : 1.που έχει ως στόχο ή ως αποτέλεσμα τον εκπολιτισμό, που συμβάλλει σ΄ αυτόν: Tο εκπολιτιστικό έργο / η εκπολιτιστική πολιτική του M. Aλεξάνδρου. H εκπολιτιστική δράση των ιεραποστολών στις αποικίες. 2. (παρωχ.) αντί του πολιτιστικός. εκπολιτιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εκπολιτισ- (εκπολιτίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες