Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκποιώ [ekpió] -ούμαι Ρ10.9 : πουλώ σε χαμηλή τιμή ένα εμπορεύσιμο ή περιουσιακό αγαθό· (πρβ. ξεπουλώ): Για να εξοφλήσει τους δανειστές του, εκποίησε όλο το εμπόρευμα σε τιμή κόστους. Tο ακίνητο εκποιήθηκε με δημόσιο πλειστηριασμό.

[λόγ. < αρχ. ἐκποιῶ `βγάζω έξω, δίνω παιδί για υιοθεσία΄ σημδ. γαλλ. aliéner, se défaire]

[Λεξικό Κριαρά]
εκποιώ.
  • I. (Ενεργ.) καθιστώ:
    • τα κάλλη γαρ και τους ληστάς ημέρους εκποιούσι (Διγ. Gr. 297).
  • II. (Μέσ.) γίνομαι:
    • εις … τους κάμπους άνανδροι τολμηροί εκποιούνται (Διγ. Gr. 1425).

[αρχ. εκποιέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες