Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκποίηση η [ekpíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκποιώ· πώληση πράγματος σε χαμηλή τιμή· (πρβ. ξεπούλημα): Εκούσια / καταναγκαστική ~. ~ εμπορευμάτων / περιουσίας. ~ με πλειστηριασμό.
[λόγ. < αρχ. ἐκποίη(σις) `βγάλσιμο έξω, παράδοση παιδιού για υιοθεσία΄ -ση κατά τη σημ. της λ. εκποιώ]