Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπνοή η [ekpnoí] Ο29 : 1.(φυσιολ.) η δεύτερη από τις δύο φάσεις της αναπνοής, δηλαδή η αποβολή αερίου έξω από τα αναπνευστικά όργανα (τους πνεύμονες): Παθητική / ήρεμη / βίαιη / ενεργητική ~. 2. λήξη καθορισμένου χρονικού διαστήματος: Kατά / μετά / πριν από την ~ της προθεσμίας / της διορίας / του τελεσιγράφου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐκπνοή· 2: σημδ. γαλλ. expiration]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκπνοή η.
-
- Εκπνοή:
- (Λόγ. παρηγ. L 170).
[αρχ. ουσ. εκπνοή. Η λ. και σήμ.]
- Εκπνοή: