Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπληρώνω [ekpliróno] -ομαι Ρ1 λόγ. αόρ. και εξεπλήρωσα, απαρέμφ. εκπληρώσει : α.εκτελώ, πραγματοποιώ κτ. στο ακέραιο, ως το τέλος: ~ μια υποχρέωση / μια υπόσχεση. ~ το καθήκον μου / το χρέος μου, εκτελώ στο ακέραιο. Εκπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. ~ τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, υπηρετώ ως το τέλος τη στρατιωτική μου θητεία. ~ τα όνειρά μου, τα πραγματοποιώ, τα κάνω πραγματικότητα. ~ τις επιθυμίες (μου). Εύχομαι να εκπληρωθούν όλες σας οι επιθυμίες. || (λόγ. έκφρ.) εξεπλήρωσε το κοινό καθήκον, πέθανε. β. για πράγμα που πάλιωσε ή χάλασε και έπαψε οριστικά να είναι χρήσιμο: Tο πλυντήριο εκπλήρωσε το σκοπό του / τον προορισμό του.
[λόγ. < αρχ. ἐκπληρ(ῶ) -ώνω `συμπληρώνω έναν αριθμό, ξεπληρώνω΄ & σημδ. γαλλ. accomplir]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκπληρώνω· εκπλερώνω.
-
- 1) Συμπληρώνω:
- να εκπληρώνει ο καταείς τους τέσσαρους γαρ μήνας (Χρον. Μορ. H 1996).
- 2) Εκτελώ:
- αν μόνον μου το πρόσταγμα συντόμως εκπληρώσεις (Καλλίμ. 2058).
- 3) (Προκ. για το δίκαιο) αποδίδω, ικανοποιώ:
- (Χρον. Μορ. H 7416).
- 4) Τελειώνω:
- εξεπλήρωσεν η κόρη το τραγούδιν (Αχιλλ. L 1220).
[<εκπληρώ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Συμπληρώνω: