Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπληκτικός -ή -ό [ekpliktikós] Ε1 : που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και απορία, επειδή ξεπερνά κατά πολύ το γνωστό, το συνηθισμένο ή το προβλεπόμενο· (πρβ. καταπληκτικός, εξαιρετικός, απίστευτος, φανταστικός, απίθανος). α. με ουσιαστικά που δηλώνουν θετική ιδιότητα, ικανότητα κτλ.: Εκπληκτική δύναμη / αντοχή / υπομονή / ομορφιά. Εκπληκτικό θάρρος / μέγεθος. Εκπληκτική ακρίβεια. β. με ουσιαστικά που δηλώνουν ενέργεια, αποτέλεσμα, γεγονός κτλ.: Εκπληκτική πρόοδος / επιτυχία / μουσική / παράσταση / ιδέα. Εκπληκτικά επιτεύγματα. ~ συνδυασμός χρωμάτων. Εκπληκτική τύχη / ευκαιρία. γ. για πρόσωπο που ασκεί ορισμένο έργο, τέχνη, για να εξάρουμε την ικανότητα, τη δεξιότητά του κτλ.: ~ ερμηνευτής. Στη χθεσινή παράσταση ήταν ~.
εκπληκτικά & (λόγ.) εκπληκτικώς ΕΠIΡΡ: ~ ωραίος. [λόγ. < αρχ. ἐκπληκτικός· λόγ. < ελνστ. ἐκπληκτικῶς]