Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπλειστηριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπλειστηριάζω [ekplistiriázo] -ομαι Ρ2.1 : εκποιώ κτ. με πλειστηριασμό, εκθέτω, βγάζω κτ. σε πλειστηριασμό.

[λόγ. εκ- πλειστηριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες