Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπλειστηρίασμα το [ekplistiríazma] Ο49 : (νομ.) το τίμημα έναντι του οποίου πουλήθηκε κτ. σε πλειστηριασμό.
[λόγ. εκπλειστηριασ- (εκπλειστηριάζω) -μα]