Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπλήσσω [ekplíso] -ομαι & εκπλήττω [ekplíto] -ομαι Ρ αόρ. εξέπληξα, απαρέμφ. εκπλήξει, παθ. αόρ. εξεπλάγην, απαρέμφ. εκπλαγεί : 1.(ενέργ.) προκαλώ σε κπ. συναίσθημα έκπληξης, απορίας και θαυμασμού· αφήνω κπ. έκπληκτο· ξαφνιάζω, καταπλήσσω. α. (για πρόσ.): Mόνο από εσένα δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο· ειλικρινά με εκπλήσσεις. β. για γεγονός, ενέργεια ή αποτέλεσμα, ή για συμπεριφορά ή χαρακτήρα προσώπου: Όλα είναι πιθανά, τίποτα πια δε μας εκπλήσσει. H συμφωνία των δύο αντίπαλων κομμάτων εξέπληξε τους πάντες. 2. (παθ.) καταλαμβάνομαι από συναίσθημα έκπληξης, δοκιμάζω έκπληξη· μένω έκπληκτος: Θα εκπλαγούν, όταν μάθουν την απόφασή μας. Kανείς δεν εξεπλάγη, όλοι περίμεναν ότι έτσι θα γίνει. Εκπλήττομαι με την τόλμη σας.
[λόγ. < αρχ. ἐκπλήσσω & (αττ. διάλ.) ἐκπλήττω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκπλήσσω ‑ττω· εξεπλήττω· ’ξεπλήττω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Καταπλήσσω, εντυπωσιάζω:
- ήχον … ενήδονον … εκπλήττοντα τους πάντας (Διγ. Z 1522).
- 2) Μένω κατάπληκτος, απορώ, θαυμάζω:
- καθάρια εξεπλήττω το πώς εκλωθογύρισαν και κάτω και απάνω (Χρον. Τόκκων 3041).
- 3) (Με υποκ. το ουσ. δειλία) καταλαμβάνω:
- (Καναν. 400).
- 1) Καταπλήσσω, εντυπωσιάζω:
- II. (Μέσ.) μένω κατάπληκτος:
- ακούσας δε τούτον τον φοβερόν λόγον της αδίκου κατηγορίας εξεπλάγη (Ιστ. πατρ. 11916).
[αρχ. εκπλήσσω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.