Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπλήρωση η [ekplírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκπληρώνω: H ~ ενός καθήκοντος / μιας υπόσχεσης / μιας επιθυμίας. Διορίστηκε μετά την ~ των στρατιωτικών του υποχρεώσεων.
[λόγ. < ελνστ. ἐκπλήρω(σις) `συμπλήρωση΄ -ση & κατά τη σημ. της λ. εκπληρώνω]