Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπεφρασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπεφρασμένος -η -ο [ekpefrazménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν ήδη εκφράσει: Εκπεφρασμένη γνώμη / άποψη.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἐκφράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες