Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπατρίζομαι [ekpatrízome] Ρ2.1β : φεύγω μακριά από την πατρίδα μου, εκούσια ή αναγκαστικά· (πρβ. αποδημώ, μεταναστεύω, ξενιτεύομαι, μισεύω). ANT επαναπατρίζομαι: Προτίμησε να εκπατριστεί παρά να συνεργαστεί με το ανελεύθερο καθεστώς.
[λόγ. εκ- πατρ(ίς) -ίζω, -ομαι ίσως με βάση το φιλόπατρις (όμως δεν υπάρχει *φιλοπατρίζω ούτε *πατρίζω, σύγκρ. και επαναπατρίζομαι) μτφρδ. γαλλ. expatrier, s΄expatrier]