Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπαραθύρωση η [ekparaθírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκπαραθυρώνω. α. το να ρίχνεται (από άλλους) κάποιος έξω από παράθυρο, για να σκοτωθεί: Οι εκπαραθυρώσεις των αυτοκρατορικών συμβούλων, το 1618 στην Πράγα, αποτέλεσαν το έναυσμα του τριακονταετούς πολέμου. Θέλησαν να παρουσιάσουν την εκπαραθύρωσή του ως αυτοκτονία. β. (μτφ.) το να αποπέμπεται, να εκδιώκεται κάποιος από αξίωμα ή θέση που κατέχει, με τρόπο βίαιο και παράτυπο.
[λόγ. εκ- παράθυρ(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. défenestration]