Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπαραθυρώνω [ekparaθiróno] -ομαι Ρ1 : α.ρίχνω κπ. έξω από παράθυρο, για να τον σκοτώσω: Εισέβαλαν στην αίθουσα του βασιλικού ανακτόρου και εκπαραθύρωσαν τέσσερις αξιωματούχους. β. (μτφ.) αποπέμπω, διώχνω κπ. από τη θέση του ή από το αξίωμά του με τρόπο βίαιο και παράτυπο.
[λόγ. εκπαραθύρ(ωσις) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]