Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπαιδεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπαιδεύω [ekpeδévo] -ομαι Ρ5.1 : α.διδάσκω και ασκώ κπ. για να γίνει ικανός να εκτελεί ένα έργο, να ασκεί μια τέχνη, ένα επάγγελμα κτλ.: ~ κπ. στην εφαρμογή μιας μεθόδου / μιας τεχνικής / στη χρήση μιας μηχανής. || Όλοι οι υπάλληλοι θα εκπαιδευτούν στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εκπαιδευμένο προσωπικό. Εκπαιδευμένοι στρατιώτες. β. (για ζώα) εκγυμνάζω: ~ ένα σκύλο στο κυνήγι. Εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα.

[λόγ. < αρχ. ἐκπαιδεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκπαιδεύω· ’χπαιδεύω.
  • 1) Διδάσκω:
    • καθηγητάς … τους τούτον εκπαιδεύσαντας πώς δει την βασιλείαν … εξάγειν (Βίος Αλ. 2586).
  • 2) Εξασκώ (στρατιωτικώς):
    • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 586).

[αρχ. εκπαιδεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες