Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπαιδευτήριο το [ekpeδeftírio] Ο40 : το οίκημα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ένας οργανισμός παροχής εκπαίδευσης· (πρβ. σχολείο, σχολή): Aνέγερση νέων σύγχρονων εκπαιδευτηρίων. || εκπαιδευτικός οργανισμός, εκπαιδευτικό ίδρυμα: Ο διευθυντής ενός εκπαιδευτηρίου. Δημόσιο / ιδιωτικό ~.
[λόγ. εκπαιδεύ(ω) -τήριον]