Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπέμπω [ekpémbo] -ομαι Ρ αόρ. εξέπεμψα, απαρέμφ. εκπέμψει, παθ. αόρ. εκπέμφθηκα, απαρέμφ. εκπεμφθεί : α.παράγω και αφήνω να διασκορπιστεί ακτινοβολία: Ο ήλιος εκπέμπει θερμότητα. || (ειδ.) στέλνω ηχητικά ή οπτικά μηνύματα μέσο ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Ο σταθμός εκπέμπει στα βραχέα. ~ σήμα κινδύνου. β. (μτφ., για άνθρ.) αναδίδω, βγάζω προς τα έξω: ~ ακτινοβολία. Xωρίς να είναι προκλητική, εκπέμπει μια έντονη σεξουαλικότητα.
[λόγ. < αρχ. ἐκπέμπω `στέλνω προς τα έξω΄ σημδ. γαλλ. émettre]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκπέμπω.
-
- 1)
- α) (Προκ. για πράγμα) στέλνω:
- καθεκάστην εξέπεμπε γραφάς τῃ ποθητῄ του (Διγ. Gr. 646)·
- β) (προκ. για βέλη) εκτοξεύω:
- (Ερμον. Η 186)·
- γ) (εδώ) στέλνω, αποστέλλω με κάπ. κακό σκοπό:
- πέψε με … όρνιν φαρμακεμένην …, όπως … κατ’ αυτής εκπέμψω (Φλώρ. 355).
- α) (Προκ. για πράγμα) στέλνω:
- 2) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδω:
- το Μάη, όταν τα ρόδα ανθούν και εκπέμπουν μυρωδίες (Φλώρ. 125).
- 3) (Προκ. για χτύπο):
- οι εγγύς των λειψάνων εστώτες ήκουον τας των αρμονιών διαλύσεις κτύπους εκπέμποντας (Έκθ. χρον. 3720).
- 4) Βγάζω:
- περί των ιεράκων ών οι μυκτήρες μύξαν εκπέμπουσι (Ιερακοσ. 42628).
- 5) Φρ. εκπέμπω κόπρον = αποπατώ:
- (Ιερακοσ. 4432).
- 6) Φρ. εκπέμπω στεναγμόν = αναστενάζω:
- (Προδρ. I 229).
[αρχ. εκπέμπω. Η λ. και σήμ.]
- 1)