Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκούσιος -α -ο [ekúsios] Ε6 : για πράξη που γίνεται με τη θέληση του προσώπου το οποίο την εκτελεί ή υφίσταται τις συνέπειές της· εθελούσιος, οικειοθελής. ANT ακούσιος: Εκούσια απαγωγή / παρατήρηση / αποχώρηση / προσέλευση.
εκουσίως & εκούσια ΕΠIΡΡ οικειοθελώς: Aποχώρησαν ~. [λόγ. < αρχ. ἑκούσιος· λόγ. < αρχ. ἑκουσίως]