Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμυστηρευτικός -ή -ό [ekmistireftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εκμυστήρευση: Εκμυστηρευτική διάθεση, διάθεση για εκμυστήρευση. Εκμυστηρευτική συζήτηση, κατά την οποία γίνεται εκμυστήρευση.
[λόγ. εκμυστηρεύ(ομαι) -τικός]