Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμοντερνίζω [ekmodernízo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω κτ. ώστε να γίνει ή να φαίνεται μοντέρνο, του δίνω όψη μοντέρνου, το προσαρμόζω στη μόδα: ~ το ντύσιμό μου / το κούρεμα των μαλλιών μου. ~ ένα κτίριο. || Εκμοντερνισμένη εμφάνιση.
[λόγ. εκ- μοντέρν(ος) -ίζω]