Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμισθώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμισθώνω [ekmisθóno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) παραχωρώ σε κπ. το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει κτ., για ορισμένο χρόνο και με τον όρο ότι θα καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό· (πρβ. νοικιάζω). ANT μισθώνω: ~ ένα ακίνητο / ένα μηχάνημα. ~ πλοίο, εκναυλώνω.

[λόγ. < αρχ. ἐκμισθ(ῶ) `παρέχω προς ενοικίαση΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες