Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμηδενιστικός -ή -ό [ekmiδenistikós] Ε1 : που επιφέρει εκμηδένιση, συντριβή· συντριπτικός: Xρησιμοποίησε επιχειρήματα εκμηδενιστικά για τους αντιπάλους του.
[λόγ. εκμηδενισ- (εκμηδενίζω) -τικός]