Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμεταλλευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμεταλλευτής ο [ekmetaleftís] Ο7 θηλ. εκμεταλλεύτρια [ekmetaléftria] Ο27 : αυτός που εκμεταλλεύεται, που χρησιμοποιεί κπ. ή κτ. με τρόπο αθέμιτο ή απαράδεκτο από ηθική άποψη, για ιδιοτελείς σκοπούς: Στυγνοί εκμεταλλευτές του μόχθου των άλλων.

[λόγ. εκμεταλλεύ(ομαι) -τής· λόγ. εκμεταλλευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες