Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμαυλισμός ο [ekmavlizmós] Ο17 : ώθηση, εξέλιξη προς ηθική κατάπτωση, διαφθορά: Nα αντιταχθούμε στον εκμαυλισμό της πολιτικής ζωής. Ο ~ της συνείδησης.
[λόγ. εκμαυλισ- (εκμαυλίζω) -μός]