Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμαυλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμαυλίζω [ekmavlízo] -ομαι Ρ2.1 : ωθώ κπ. ή κτ. σε ηθική διαφθορά: H προβολή τέτοιων προτύπων εκμαυλίζει τις συνειδήσεις των νέων.

[λόγ. εκ- ελνστ. ρ. μαυλίζω (ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες