Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμαγείο το [ekmajío] Ο39 : 1.το αρνητικό αποτύπωμα της μορφής στερεού σώματος επάνω σε ειδικό εύπλαστο υλικό, το οποίο παράγεται κυρίως για την κατασκευή πιστών ομοιωμάτων της· (πρβ. μήτρα, καλούπι): Γύψινο / κέρινο ~. Aρνητικό ~ (όταν είναι αναγκαία η διάκριση από την επόμενη σημασία). 2. (συχνότερα) πιστό ομοίωμα στερεού σώματος το οποίο έχει κατασκευαστεί με την έγχυση πολτώδους ύλης (που κατόπιν στερεοποιείται) στην κοιλότητα ενός άλλου αρνητικού ομοιώματός του: Mουσείο εκμαγείων. Γύψινα εκμαγεία γλυπτών αρχαϊκής τέχνης. Θετικό ~ (όταν είναι αναγκαία η διάκριση από την προηγούμενη σημασία). 3. εύπλαστη μάζα επάνω στην οποία μπορεί να αποτυπωθεί μια μορφή: Ο Πλάτωνας παρομοίαζε την ψυχή με κέρινο ~ επάνω στο οποίο χαράζονται οι εντυπώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἐκμαγεῖον]