Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμαίευση η [ekméefsi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εκμαιεύω, η απόσπαση γνώμης ή πληροφορίας με πλάγιο τρόπο, συνήθ. με έντεχνες ερωτήσεις: ~ μυστικού / πληροφορίας / αλήθειας / υπόσχεσης / συγκατάθεσης.
[λόγ. εκμαιεύ(ω) -σις > -ση (δες στο εκμαιεύω)]