Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμίσθωση η [ekmísθosi] Ο33 : (νομ.) η παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης κάποιου πράγματος σε άλλον, για ορισμένο χρόνο και αντί ορισμένου χρηματικού ποσού· η μίσθωση πράγματος ως πράξη του εκμισθωτή: Εισόδημα από ~ γαιών / ακινήτου.
[λόγ. εκμισθω- (δες εκμισθώ νω) -σις > -ση]