Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκμάθηση η [ekmáθisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εκμανθάνω· το να μαθαίνει κάποιος κτ. πολύ καλά, τέλεια· πλήρης, τέλεια μάθηση: Tαχεία / συστηματική ~. H ~ μιας ξένης γλώσσας / μιας τέχνης.
[λόγ. < ελνστ. ἐκμάθη(σις) `πλήρης γνώση΄ -ση κατά τη σημ. του εκμανθάνω]