Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλύω [eklío] -ομαι Ρ9 αόρ. εξέλυσα, απαρέμφ. εκλύσει : (φυσ., για υλικό σώμα) απελευθερώνω, αποδεσμεύω ενέργεια ή ύλη και τη διαχέω στο περιβάλλον: Εκλύεται υδρογόνο.
[λόγ. < αρχ. ἐκλύω `ελευθερώνω, ξελύνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκλύω.
-
- (Μέσ.) φρ. εκλύομαι τον στόμαχον = κάνω εμετό:
- (Ιερακοσ. 45324).
[αρχ. εκλύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Μέσ.) φρ. εκλύομαι τον στόμαχον = κάνω εμετό: