Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλογή η [eklojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκλέγω. 1. το να αναδεικνύεται κάποιος σε ένα αξίωμα ή σε μια θέση με ψηφοφορία: Για την ~ προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων. Θεωρούσε βέβαιη την ~ του στο προεδρείο. 2. (πληθ.) η διαδικασία με την οποία οι πολίτες μιας κοινωνίας ή τα μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας, μιας ένωσης προσώπων κτλ. ασκούν το νόμιμο δικαίωμά τους να εκλέξουν με ψηφοφορία αυτούς που θα ασκήσουν ένα έργο, ένα λειτούργημα, μια εξουσία κτλ.: Εκλογές για την ανάδειξη νέας κυβέρνησης / νέου διοικητικού συμβουλίου. Bουλευτικές / προεδρικές / δημοτικές / δημαρχιακές εκλογές. Εθνικές / τοπικές / επαναληπτικές / αδιάβλητες / τίμιες εκλογές. Tο αποτέλεσμα των εκλογών δεν επιτρέπει το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Kατεβαίνω στις εκλογές. Tο κυβερνητικό κόμμα είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών. H αντιπολίτευση αμφισβητεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Προκήρυξη / διεξαγωγή εκλογών. 3. (παρωχ.) α. αντί του επιλογή. (έκφρ.) κατ΄ ~, ύστερα από επιλογή. β. (συνήθ. πληθ.) σε τίτλους βιβλίων που παρουσιάζουν επιλεγμένα αποσπάσματα συγγραφέων κτλ.· (πρβ. ανθολόγιο, ανθολογία).
[λόγ.: 3: αρχ. ἐκλογή `επιλογή, διάλεγμα΄· 1, 2: σημδ. γαλλ. élections (πληθ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκλογή η· εγλογή.
-
- 1) (Προκ. για κατάληψη αξιώματος από πρόσωπο) εκλογή:
- (Χρον. Μορ. H 1004).
- 2)
- α) Ξεχώρισμα, διάλεγμα:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 379)·
- β) φρ. παίρνω εις εκλογήν = διαλέγω, προτιμώ:
- (Χρον. Μορ. H 3233).
- α) Ξεχώρισμα, διάλεγμα:
- 3) (Ως προσφών.) το εκλεκτότερο μέρος κάπ. συνόλου:
- Ελλήνων εκλογή, περίφραγμα Αλβάνων (Κορων., Μπούας 96).
- 4) Ποιμενικό δράμα:
- Πρόλογος της εκλογής (Πανώρ. Πρόλ. τίτλ).
[αρχ. ουσ. εκλογή. Ο τ. <ιταλ. egloga. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για κατάληψη αξιώματος από πρόσωπο) εκλογή: