Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλογέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλογέας ο [eklojéas] Ο21 : ο πολίτης που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει σε εκλογή: Διακόσιες χιλιάδες νέοι εκλογείς προστέθηκαν στους εκλογικούς καταλόγους. Aπροθυμία των εκλογέων να προσέλθουν στις κάλπες.

[λόγ. εκλογ(ή) -εύς > -έας (διαφ. το ελνστ. ἐκλογεύς `συλλέκτης φόρων΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες