Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλογέας ο [eklojéas] Ο21 : ο πολίτης που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει σε εκλογή: Διακόσιες χιλιάδες νέοι εκλογείς προστέθηκαν στους εκλογικούς καταλόγους. Aπροθυμία των εκλογέων να προσέλθουν στις κάλπες.
[λόγ. εκλογ(ή) -εύς > -έας (διαφ. το ελνστ. ἐκλογεύς `συλλέκτης φόρων΄)]