Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλιπών -ούσα -όν [eklipón] Ε12α : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) ως συναισθηματικά ουδέτερη αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο που έχει πεθάνει· αποθανών, μεταστάς, κεκοιμημένος· (πρβ. μακαρίτης, συχωρεμένος).
[λόγ. < αρχ. ἐκλιπών μτχ. ενεργ. αορ. του ἐκλείπω]