Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλιπαρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλιπαρώ [ekliparó] Ρ10.9α : παρακαλώ θερμά και επίμονα κπ. να κάνει κτ.· ικετεύω, θερμοπαρακαλώ: Tον εκλιπάρησαν να δείξει λίγη επιείκεια. Εκλιπαρούσε για λίγη κατανόηση / αγάπη.

[λόγ. < ελνστ. ἐκλιπαρῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
εκλιπαρώ.
  • Παρακαλώ θερμά, ικετεύω:
    • (Βίος Αλ. 5718).

[μτγν. εκλιπαρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες