Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλεπτύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλεπτύνω [ekleptíno] -ομαι Ρ8.2 μππ. εκλεπτυσμένος* : 1. (λόγ.) λεπταίνω κτ. εντελώς ή περισσότερο. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) βελτιώνω κτ. από αισθητική και ηθική άποψη, το καλλιεργώ, το εξευγενίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἐκλεπτύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες