Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκλεκτός, επίθ.· έκλεκτος· εκλεχτός· ’κλεκτός.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) διαλεχτός, εξαιρετικός:
- (Διγ. Z 3562), (Σπαν. A 44).
- 2) Εκλεκτός, διαλεχτός, αγαπημένος του Θεού:
- (Ρίμ. θαν. 139), (Διακρούσ. 10816).
- 3) Που έχει εκλεγεί, αιρετός:
- (Διάτ. Κυπρ. 5123).
[αρχ. επίθ. εκλεκτός. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο ή πράγμα) διαλεχτός, εξαιρετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλεκτός -ή -ό [eklektós] & εκλεχτός -ή -ό [eklextós] Ε1 : που τον ξεχωρίζουν από άλλους ως τον καλύτερο· διαλεχτός. α. (για πρόσ.): ~ φίλος / συνεργάτης. Εκλεκτοί πολίτες. ~ κόσμος. Εκλεκτή συντροφιά / παρέα. || (ως ουσ.) ο εκλεκτός, θηλ. εκλεκτή: Ο ~ του λαού / του Θεού. (έκφρ.) ο ~ / η εκλεκτή της καρδιάς της / του, προς τον οποίο εκδηλώνεται ένα ιδιαίτερο ερωτικό συναίσθημα, αγαπημένος. β. (για πργ.): Εκλεκτά προϊόντα / εδέσματα. Εκλεκτό κρασί. Εκλεκτής ποιότητας φρούτα / καπνός. Εκλεκτές ποικιλίες λαχανικών.
[λόγ. < αρχ. ἐκλεκτός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]