Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλείπω [eklípo] Ρ αόρ. εξέλιπα, απαρέμφ. εκλείψει : (λόγ.) παύω να υπάρχω, χάνομαι: Έχει εκλείψει κάθε ελπίδα. Πολλά είδη πουλιών έχουν εκλείψει, έχουν αφανιστεί. Εξέλιπε μάλλον ο κίνδυνος νέας σεισμικής δόνησης.
[λόγ. < αρχ. ἐκλείπω]