Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλαμπρότητα η [eklambrótita] Ο28 : με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας, σε επίσημες τιμητικές προσαγορεύσεις κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων· (πρβ. εκλαμπρότατος): Παρακαλούμε την εκλαμπρότητά σας να δεχτεί τις ευχαριστίες μας.
[λόγ. εκλαμπρ(ότατος) -ότης > -ότητα]