Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλαμπρότατος -η -ο [eklambrótatos] Ε5 : ως επίσημη τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων· (πρβ. εκλαμπρότητα): Εκλαμπρότατε Kυβερνήτη
Ο ~ πρίγκιπας
[λόγ. υπερθ. του ελνστ. ἔκλαμπρος `πολύ λαμπρός΄ μτφρδ. ιταλ. illustrissimo]