Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλαμπρότατος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλαμπρότατος -η -ο [eklambrótatos] Ε5 : ως επίσημη τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων· (πρβ. εκλαμπρότητα): Εκλαμπρότατε Kυβερνήτη… Ο ~ πρίγκιπας…

[λόγ. υπερθ. του ελνστ. ἔκλαμπρος `πολύ λαμπρός΄ μτφρδ. ιταλ. illustrissimo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες