Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλαμβάνω [eklamváno] -ομαι Ρ αόρ. εξέλαβα, απαρέμφ. εκλάβει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) εξελήφθη, εξελήφθησαν, απαρέμφ. εκληφθεί : (λόγ.) αντιλαμβάνομαι κτ. ως άλλο από αυτό που είναι· το παίρνω για κτ. άλλο: Παρακαλώ να μην εκλάβετε τις επιφυλάξεις μου ως προσπάθεια υπεκφυγής, να μην τις ερμηνεύσετε ή να μην τις θεωρήσετε ως υπεκφυγή. Εκλαμβάνει το ορθό ως λάθος. || (για πρόσ.): Tον εξέλαβαν για θήραμα και τον πυροβόλησαν.
[λόγ. < αρχ. ἐκλαμβάνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκλαμβάνω.
-
- (Προκ. για λύπη) αισθάνομαι:
- (Διγ. Z 4131).
[αρχ. εκλαμβάνω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Προκ. για λύπη) αισθάνομαι: