Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλέπτυνση η [ekléptinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκλεπτύνω. α. (λόγ.) λέπτυνση ενός αντικειμένου. β. (μτφ.) εξευγενισμός, καλλιέργεια: ~ των ηθών / του χαρακτήρα.
[λόγ. εκλεπτύν(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. raffinement ή αγγλ. refinement (πρβ. σπάν. ελνστ. ἐκλέπτυν σις `το να γίνει κτ. πολύ λεπτό΄)]