Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλέξιμος -η -ο [ekléksimos] Ε5 : που έχει το (νόμιμο) δικαίωμα ή είναι άξιος να εκλεγεί σε αξίωμα· (πρβ. εκλόγιμος): Mέλη για τα οποία εκκρεμεί πρόταση διαγραφής τους δεν είναι εκλέξιμα.
[λόγ. εκλεκ- (εκλέγω) -σιμος]