Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκόκκιση η [ekókisi] Ο33 : ο αποχωρισμός φυτικών σπόρων από το περίβλημά τους· εκκοκκισμός: ~ αραβοσίτου / βάμβακος / λιναριού.
[λόγ. εκκοκκι- (εκκοκκίζω) -σις > -ση]