Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκρεμώ [ekremó] Ρ10.9α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : για υπόθεση, ζήτημα κτλ. για το οποίο ακόμη δεν έχουν δώσει οριστική λύση ή δεν έχουν πάρει οριστική απόφαση· δεν έχω ακόμα λήξει οριστικά, δεν έχω ακόμα τελική έκβαση: Εκκρεμεί μια απόφαση, δεν έχει ακόμα ληφθεί οριστικά. Εκκρεμεί μια αίτηση, δεν έχει ακόμη εξεταστεί, είναι υπό εξέταση. Εκκρεμεί μια υπόθεση στο δικαστήριο, ακόμη δεν εκδικάστηκε οριστικά. Εκκρεμεί μια διαφορά, ακόμη δεν αντιμετωπίστηκε και δεν επιλύθηκε οριστικά.
[λόγ. εκκρεμ(ής) -ώ (πρβ. αρχ. ἐκκρεμάννυμι `κρατιέμαι από΄)]