Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκρεμοδικία η [ekremoδikía] Ο25 : (νομ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια υπόθεση από τη στιγμή που ασκείται σχετική αγωγή ως την οριστική εκδίκασή της: Kατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν μπορεί να γίνει νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα.
[λόγ. εκκρεμ(ής) -ο- + δίκ(η) -ία μτφρδ. γαλλ. litispendage]