Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκοκκίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκοκκίζω [ekokízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) αποχωρίζω φυτικούς σπόρους από το περίβλημά τους.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκοκκίζω `αφαιρώ τους κόκκους΄ σημδ. γαλλ. égrener]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες