Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκοκκίζω [ekokízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) αποχωρίζω φυτικούς σπόρους από το περίβλημά τους.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκοκκίζω `αφαιρώ τους κόκκους΄ σημδ. γαλλ. égrener]